Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
View word page
νηματικός
woven

ShortDef

woven

Debugging

Headword:
νηματικός
Headword (normalized):
νηματικός
Headword (normalized/stripped):
νηματικος
IDX:
59447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59448
Key:

Data

{'content': 'woven'}