Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
View word page
νηλίπους
unshod, barefooted

ShortDef

unshod, barefooted

Debugging

Headword:
νηλίπους
Headword (normalized):
νηλίπους
Headword (normalized/stripped):
νηλιπους
IDX:
59445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59446
Key:

Data

{'content': 'unshod, barefooted'}