Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
View word page
νηλίπεζος
barefooted

ShortDef

barefooted

Debugging

Headword:
νηλίπεζος
Headword (normalized):
νηλίπεζος
Headword (normalized/stripped):
νηλιπεζος
IDX:
59443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59444
Key:

Data

{'content': 'barefooted'}