Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
View word page
νηλής
pitiless, ruthless

ShortDef

pitiless, ruthless

Debugging

Headword:
νηλής
Headword (normalized):
νηλής
Headword (normalized/stripped):
νηλης
IDX:
59442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59443
Key:

Data

{'content': 'pitiless, ruthless'}