Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
View word page
νήλευστος
invisible

ShortDef

invisible

Debugging

Headword:
νήλευστος
Headword (normalized):
νήλευστος
Headword (normalized/stripped):
νηλευστος
IDX:
59439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59440
Key:

Data

{'content': 'invisible'}