Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νήκεστος
νηκηδής
νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
View word page
νηλεόποινος
punishing without pity, ruthlessly punishing
ShortDef
punishing without pity, ruthlessly punishing
Debugging
Headword:
νηλεόποινος
Headword (normalized):
νηλεόποινος
Headword (normalized/stripped):
νηλεοποινος
IDX:
59437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59438
Key:
Data
{'content': 'punishing without pity, ruthlessly punishing'}