Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκηδής
νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
View word page
νηλεῖτις
guiltless, unoffending

ShortDef

guiltless, unoffending

Debugging

Headword:
νηλεῖτις
Headword (normalized):
νηλεῖτις
Headword (normalized/stripped):
νηλειτις
IDX:
59435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59436
Key:

Data

{'content': 'guiltless, unoffending'}