Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νήϊον
νήϊος
νῆϊς
νῆϊς2
νήϊστος
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκηδής
νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
View word page
νηκουστέω
not to hear, to give no heed to, disobey
ShortDef
not to hear, to give no heed to, disobey
Debugging
Headword:
νηκουστέω
Headword (normalized):
νηκουστέω
Headword (normalized/stripped):
νηκουστεω
IDX:
59429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59430
Key:
Data
{'content': 'not to hear, to give no heed to, disobey'}