Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νήθω
Νήϊον
νήϊος
νῆϊς
νῆϊς2
νήϊστος
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκηδής
νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
View word page
νηκηδής
careless
ShortDef
careless
Debugging
Headword:
νηκηδής
Headword (normalized):
νηκηδής
Headword (normalized/stripped):
νηκηδης
IDX:
59428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59429
Key:
Data
{'content': 'careless'}