Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νήθουσα
νήθω
Νήϊον
νήϊος
νῆϊς
νῆϊς2
νήϊστος
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκηδής
νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηλεγής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
View word page
νήκεστος
incurable

ShortDef

incurable

Debugging

Headword:
νήκεστος
Headword (normalized):
νήκεστος
Headword (normalized/stripped):
νηκεστος
IDX:
59427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59428
Key:

Data

{'content': 'incurable'}