Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
νηθίς
νήθουσα
νήθω
Νήϊον
νήϊος
νῆϊς
νῆϊς2
νήϊστος
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
View word page
νήθουσα
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
νήθουσα
Headword (normalized):
νήθουσα
Headword (normalized/stripped):
νηθουσα
IDX:
59417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59418
Key:

Data

{'content': 'plant'}