Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
νηθίς
νήθουσα
νήθω
Νήϊον
νήϊος
νῆϊς
νῆϊς2
View word page
νήδυμος
sweet, delightful
ShortDef
sweet, delightful
Debugging
Headword:
νήδυμος
Headword (normalized):
νήδυμος
Headword (normalized/stripped):
νηδυμος
IDX:
59412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59413
Key:
Data
{'content': 'sweet, delightful'}