Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
νηθίς
νήθουσα
νήθω
Νήϊον
νήϊος
νῆϊς
View word page
νήδυια
the bowels, entrails

ShortDef

the bowels, entrails

Debugging

Headword:
νήδυια
Headword (normalized):
νήδυια
Headword (normalized/stripped):
νηδυια
IDX:
59411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59412
Key:

Data

{'content': 'the bowels, entrails'}