Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
νηθίς
νήθουσα
νήθω
Νήϊον
View word page
νηγάτεος
new-made

ShortDef

new-made

Debugging

Headword:
νηγάτεος
Headword (normalized):
νηγάτεος
Headword (normalized/stripped):
νηγατεος
IDX:
59409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59410
Key:

Data

{'content': 'new-made'}