Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
νηθίς
νήθουσα
View word page
νζʹ
57
ShortDef
57
Debugging
Headword:
νζʹ
Headword (normalized):
νζʹ
Headword (normalized/stripped):
νζʹ
IDX:
59407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59408
Key:
Data
{'content': '57'}