Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
νηθίς
View word page
νεωτευκτικά
concerning temple-building
ShortDef
concerning temple-building
Debugging
Headword:
νεωτευκτικά
Headword (normalized):
νεωτευκτικά
Headword (normalized/stripped):
νεωτευκτικα
IDX:
59406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59407
Key:
Data
{'content': 'concerning temple-building'}