Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήησις
View word page
νεώτερος
younger
ShortDef
younger
Debugging
Headword:
νεώτερος
Headword (normalized):
νεώτερος
Headword (normalized/stripped):
νεωτερος
IDX:
59405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59406
Key:
Data
{'content': 'younger'}