Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
View word page
νεωτεροποιός
innovating, revolutionary
ShortDef
innovating, revolutionary
Debugging
Headword:
νεωτεροποιός
Headword (normalized):
νεωτεροποιός
Headword (normalized/stripped):
νεωτεροποιος
IDX:
59404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59405
Key:
Data
{'content': 'innovating, revolutionary'}