Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
View word page
νεωτεροποιία
innovation, revolution

ShortDef

innovation, revolution

Debugging

Headword:
νεωτεροποιία
Headword (normalized):
νεωτεροποιία
Headword (normalized/stripped):
νεωτεροποιια
IDX:
59403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59404
Key:

Data

{'content': 'innovation, revolution'}