Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
View word page
νεωτεροποιέω
make innovations

ShortDef

make innovations

Debugging

Headword:
νεωτεροποιέω
Headword (normalized):
νεωτεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
νεωτεροποιεω
IDX:
59402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59403
Key:

Data

{'content': 'make innovations'}