Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
νήγρετος
View word page
νεωτεριστής
an innovator
ShortDef
an innovator
Debugging
Headword:
νεωτεριστής
Headword (normalized):
νεωτεριστής
Headword (normalized/stripped):
νεωτεριστης
IDX:
59400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59401
Key:
Data
{'content': 'an innovator'}