Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
νηγάτεος
View word page
νεωτερισμός
innovation, revolutionary movement

ShortDef

innovation, revolutionary movement

Debugging

Headword:
νεωτερισμός
Headword (normalized):
νεωτερισμός
Headword (normalized/stripped):
νεωτερισμος
IDX:
59399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59400
Key:

Data

{'content': 'innovation, revolutionary movement'}