Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
νή
View word page
νεωτέρισμα
change
ShortDef
change
Debugging
Headword:
νεωτέρισμα
Headword (normalized):
νεωτέρισμα
Headword (normalized/stripped):
νεωτερισμα
IDX:
59398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59399
Key:
Data
{'content': 'change'}