Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νζʹ
View word page
νεωτέρισις
revolution

ShortDef

revolution

Debugging

Headword:
νεωτέρισις
Headword (normalized):
νεωτέρισις
Headword (normalized/stripped):
νεωτερισις
IDX:
59397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59398
Key:

Data

{'content': 'revolution'}