Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
View word page
νεωτερικός
natural to a youth, youthful

ShortDef

natural to a youth, youthful

Debugging

Headword:
νεωτερικός
Headword (normalized):
νεωτερικός
Headword (normalized/stripped):
νεωτερικος
IDX:
59396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59397
Key:

Data

{'content': 'natural to a youth, youthful'}