Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
View word page
νεωτερίζω
to attempt anything new, make a violent

ShortDef

to attempt anything new, make a violent

Debugging

Headword:
νεωτερίζω
Headword (normalized):
νεωτερίζω
Headword (normalized/stripped):
νεωτεριζω
IDX:
59395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59396
Key:

Data

{'content': 'to attempt anything new, make a violent'}