Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
View word page
νεωστί
lately, just now

ShortDef

lately, just now

Debugging

Headword:
νεωστί
Headword (normalized):
νεωστί
Headword (normalized/stripped):
νεωστι
IDX:
59392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59393
Key:

Data

{'content': 'lately, just now'}