Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
View word page
νεώσοικος
a dock
ShortDef
a dock
Debugging
Headword:
νεώσοικος
Headword (normalized):
νεώσοικος
Headword (normalized/stripped):
νεωσοικος
IDX:
59391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59392
Key:
Data
{'content': 'a dock'}