Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
View word page
νεωρός
superintendent of the dockyard
ShortDef
superintendent of the dockyard
Debugging
Headword:
νεωρός
Headword (normalized):
νεωρός
Headword (normalized/stripped):
νεωρος
IDX:
59387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59388
Key:
Data
{'content': 'superintendent of the dockyard'}