Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
View word page
νέωρος
fresh lock of hair
ShortDef
fresh lock of hair
Debugging
Headword:
νέωρος
Headword (normalized):
νέωρος
Headword (normalized/stripped):
νεωρος
IDX:
59386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59387
Key:
Data
{'content': 'fresh lock of hair'}