Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
View word page
νεώριον
ship shed, dockyard

ShortDef

ship shed, dockyard

Debugging

Headword:
νεώριον
Headword (normalized):
νεώριον
Headword (normalized/stripped):
νεωριον
IDX:
59385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59386
Key:

Data

{'content': 'ship shed, dockyard'}