Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεωστί
νέωτα
View word page
νεωρέω
to be overseer of a dockyard
ShortDef
to be overseer of a dockyard
Debugging
Headword:
νεωρέω
Headword (normalized):
νεωρέω
Headword (normalized/stripped):
νεωρεω
IDX:
59383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59384
Key:
Data
{'content': 'to be overseer of a dockyard'}