Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
View word page
νεωποιικός
relating to

ShortDef

relating to

Debugging

Headword:
νεωποιικός
Headword (normalized):
νεωποιικός
Headword (normalized/stripped):
νεωποιικος
IDX:
59381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59382
Key:

Data

{'content': 'relating to'}