Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
νεωρός
View word page
νεωνία
olive
ShortDef
olive
Debugging
Headword:
νεωνία
Headword (normalized):
νεωνία
Headword (normalized/stripped):
νεωνια
IDX:
59377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59378
Key:
Data
{'content': 'olive'}