Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
νέωρος
View word page
νεώνητος
newly bought

ShortDef

newly bought

Debugging

Headword:
νεώνητος
Headword (normalized):
νεώνητος
Headword (normalized/stripped):
νεωνητος
IDX:
59376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59377
Key:

Data

{'content': 'newly bought'}