Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νέω4
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
νεώρης
νεώριον
View word page
νεών
ship shed (νεώριον)
ShortDef
ship shed (νεώριον)
Debugging
Headword:
νεών
Headword (normalized):
νεών
Headword (normalized/stripped):
νεων
IDX:
59375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59376
Key:
Data
{'content': 'ship shed (νεώριον)'}