Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νέω2
νέω3
νέω4
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
νεωποιία
νεωποιικός
νεωποιός
νεωρέω
View word page
νεωλκός
a ship-hauler

ShortDef

a ship-hauler

Debugging

Headword:
νεωλκός
Headword (normalized):
νεωλκός
Headword (normalized/stripped):
νεωλκος
IDX:
59373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59374
Key:

Data

{'content': 'a ship-hauler'}