Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφρός
νέφωσις
Νεφώτης
νέω
νέω2
νέω3
νέω4
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
νεωποίης
View word page
νεωκόρος
the custodian of a temple

ShortDef

the custodian of a temple

Debugging

Headword:
νεωκόρος
Headword (normalized):
νεωκόρος
Headword (normalized/stripped):
νεωκορος
IDX:
59369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59370
Key:

Data

{'content': 'the custodian of a temple'}