Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφροειδής
νεφρός
νέφωσις
Νεφώτης
νέω
νέω2
νέω3
νέω4
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
νεωποιεῖον
View word page
νεωκόριον
sacristy

ShortDef

sacristy

Debugging

Headword:
νεωκόριον
Headword (normalized):
νεωκόριον
Headword (normalized/stripped):
νεωκοριον
IDX:
59368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59369
Key:

Data

{'content': 'sacristy'}