Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφρῖτις
νεφροειδής
νεφρός
νέφωσις
Νεφώτης
νέω
νέω2
νέω3
νέω4
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόριον
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκία
νεώλκιον
νεωλκός
νέωμα
νεών
νεώνητος
νεωνία
View word page
νεωκορία
the office of a νεωκόρος

ShortDef

the office of a νεωκόρος

Debugging

Headword:
νεωκορία
Headword (normalized):
νεωκορία
Headword (normalized/stripped):
νεωκορια
IDX:
59367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59368
Key:

Data

{'content': 'the office of a νεωκόρος'}