Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
νεφριαῖος
νεφριτικός
νεφρῖτις
νεφροειδής
νεφρός
νέφωσις
Νεφώτης
νέω
νέω2
νέω3
νέω4
View word page
νεφριαῖος
of the kidneys

ShortDef

of the kidneys

Debugging

Headword:
νεφριαῖος
Headword (normalized):
νεφριαῖος
Headword (normalized/stripped):
νεφριαιος
IDX:
59355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59356
Key:

Data

{'content': 'of the kidneys'}