Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
νεφριαῖος
νεφριτικός
νεφρῖτις
νεφροειδής
νεφρός
νέφωσις
Νεφώτης
νέω
νέω2
νέω3
View word page
νέφρησις
pain in the kidneys

ShortDef

pain in the kidneys

Debugging

Headword:
νέφρησις
Headword (normalized):
νέφρησις
Headword (normalized/stripped):
νεφρησις
IDX:
59354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59355
Key:

Data

{'content': 'pain in the kidneys'}