Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
νεφριαῖος
νεφριτικός
νεφρῖτις
νεφροειδής
νεφρός
νέφωσις
Νεφώτης
νέω
νέω2
View word page
νέφος
a cloud, mass

ShortDef

a cloud, mass

Debugging

Headword:
νέφος
Headword (normalized):
νέφος
Headword (normalized/stripped):
νεφος
IDX:
59353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59354
Key:

Data

{'content': 'a cloud, mass'}