Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφελίζω
νεφέλιον
νεφελοειδής
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
νεφριαῖος
νεφριτικός
νεφρῖτις
νεφροειδής
View word page
νεφελώδης
cloudy, bringing clouds

ShortDef

cloudy, bringing clouds

Debugging

Headword:
νεφελώδης
Headword (normalized):
νεφελώδης
Headword (normalized/stripped):
νεφελωδης
IDX:
59348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59349
Key:

Data

{'content': 'cloudy, bringing clouds'}