Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφεληδόν
νεφελίζω
νεφέλιον
νεφελοειδής
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
νεφριαῖος
νεφριτικός
νεφρῖτις
View word page
νεφελοφόρος
bringing clouds

ShortDef

bringing clouds

Debugging

Headword:
νεφελοφόρος
Headword (normalized):
νεφελοφόρος
Headword (normalized/stripped):
νεφελοφορος
IDX:
59347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59348
Key:

Data

{'content': 'bringing clouds'}