Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεφέλη
νεφεληγερέτα
νεφεληδόν
νεφελίζω
νεφέλιον
νεφελοειδής
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
νεφριαῖος
View word page
νεφελόομαι
to be clouded over

ShortDef

to be clouded over

Debugging

Headword:
νεφελόομαι
Headword (normalized):
νεφελόομαι
Headword (normalized/stripped):
νεφελοομαι
IDX:
59345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59346
Key:

Data

{'content': 'to be clouded over'}