Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεύω
νεφέλη
νεφεληγερέτα
νεφεληδόν
νεφελίζω
νεφέλιον
νεφελοειδής
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
νέφρησις
View word page
νεφελομιγής
mingled with cloud

ShortDef

mingled with cloud

Debugging

Headword:
νεφελομιγής
Headword (normalized):
νεφελομιγής
Headword (normalized/stripped):
νεφελομιγης
IDX:
59344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59345
Key:

Data

{'content': 'mingled with cloud'}