Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νευστικός2
νεύω
νεφέλη
νεφεληγερέτα
νεφεληδόν
νεφελίζω
νεφέλιον
νεφελοειδής
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελομιγής
νεφελόομαι
νεφελοστάσια
νεφελοφόρος
νεφελώδης
νεφελωτός
νεφοειδής
νεφόομαι
νεφοποίητος
νέφος
View word page
Νεφελοκοκκυγιεύς
Cloud-cuckoo-town-man

ShortDef

Cloud-cuckoo-town-man

Debugging

Headword:
Νεφελοκοκκυγιεύς
Headword (normalized):
νεφελοκοκκυγιεύς
Headword (normalized/stripped):
νεφελοκοκκυγιευς
IDX:
59343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59344
Key:

Data

{'content': 'Cloud-cuckoo-town-man'}