Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
ἀνακυΐσκω
ἀνακυκάω
ἀνακυκλεύω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακυκλητέον
ἀνακυκλικός
ἀνακυκλισμός
ἀνακυκλόω
ἀνακύκλωμα
ἀνακύκλωσις
ἀνακυλίνδω
View word page
ἀνακυκάω
to stir up and mix, mix up
ShortDef
to stir up and mix, mix up
Debugging
Headword:
ἀνακυκάω
Headword (normalized):
ἀνακυκάω
Headword (normalized/stripped):
ανακυκαω
IDX:
5933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5934
Key:
Data
{'content': 'to stir up and mix, mix up'}