Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
ἀνακυΐσκω
ἀνακυκάω
ἀνακυκλεύω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακυκλητέον
ἀνακυκλικός
ἀνακυκλισμός
ἀνακυκλόω
ἀνακύκλωμα
View word page
ἀνάκτωρ
lord, master (ἄναξ)
ShortDef
lord, master (ἄναξ)
Debugging
Headword:
ἀνάκτωρ
Headword (normalized):
ἀνάκτωρ
Headword (normalized/stripped):
ανακτωρ
IDX:
5931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5932
Key:
Data
{'content': 'lord, master (ἄναξ)'}